Ο χείμαρρος Σέλλας ή όπως συχνά αποκαλείται ποταμός Ράδος ή Μπεντένι (Μπεδένι) είναι ο κύριος χείμαρρος της κεντρικής Αργολίδας μήκους περίπου 20 χιλιομέτρων δυτικά του οικισμού Τραχειάς του νομού Αργολίδας που διασχίζει το φαράγγι του Μπεντενιού καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα, αρκετές χρονιές δε έως τον μήνα Ιούνιο και εκβάλλει στον Αργολικό Κόλπο στην πεδιάδα των Ιρίων.
Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019
Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018
Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017
Κυριακή 14 Αυγούστου 2016
«Στο Σταυροδρόμι του Αργολικού»: Ο ποταμός Σελλάς
Ο Άδωνις Κύρου γεννήθηκε στην Αθήνα και ανήκει στη
γνωστή, Κυπριακής καταγωγής, δημοσιογραφική οικογένεια. Νεότατος εισήλθε στην
πολιτική δημοσιογραφία. Συντάκτης και ρεπόρτερ, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στο
Πολιτικό και Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών
διετέλεσε επί πολλά χρόνια διευθυντής της εφημερίδος "Εστία", με μεγάλη
έμφαση στην αρθρογραφία και σχολιογραφία. Ακολουθώντας υποδείξεις σημαντικών αρχαιολόγων, συνέχισε
παράλληλα την ενασχόλησή του με την αρχαιολογία. Υπήρξε πεζοπόρος ακολουθώντας
ορεινά και δυσπρόστιτα μονοπάτια του νότιου Ελλαδικού χώρου, κρατώντας
σημειώσεις και χαρίζοντάς μας πλήθος στοιχείων από τις παρατηρήσεις και τις
ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ανακαλύψεις του. Για την ιστορία
της ευρύτερης περιοχής του Σέλλαντα ποταμού,
παραθέτω απόσπασμα πληροφοριών όπως αυτά αναφέρονται στη συγγραφική έκδοσή του «Στο Σταυροδρόμι του Αργολικού».
[...]Σε
αντίθεση προς την κοινής αποδοχή μεθόριο Ερμιόνης και Τροιζήνας, έντονη
διχογνωμία υπήρχε μεταξύ της Ερμιόνης και της Επιδαύρου για την, μεταξύ των δύο
αυτών κρατιδίων της αρχαίας Αργολίας, μεθοριακή περιοχή. Στα βορειοδυτικά Eρμιονικά
σύνορα, η παρεμβολή μιας παραλιακής ζώνης της Επιδαύρου, σε εδάφη που ανήκαν,
άλλοτε, στο μυκηναϊκό κράτος της Ασίνης, δημιούργησε κατά τα ελληνιστικά χρόνια
σημείο τριβής μεταξύ Επιδαυρίων και Ερμιονέων, οι οποίοι και αυτοί είχαν
επεκταθεί, μετά την κατάλυση του μυκηναϊκού κρατιδίου του Μάσητος (σημερινοί
Φούρνοι) στα εδάφη του. Το αντικείμενο της συνοριακής διαμάχης ήταν η εύφορη
πεδιάδα στα σημερινά ΄Ιρια , οι ΄Αγριοι Λιμένες της αρχαιότητας (δηλαδή τα
λιμάνια των αγρών).
Η περιοχή
ορίζεται δεξιά και αριστερά του ποταμού Σελλάντος
(όνομα πανάρχαιο στη γλώσσα των Δρυόπων, από τη μακρινή ορεινή κοιτίδα τους στα
βουνά του Παρνασσού και της Πίνδου Σελλάς
= Σελλήεις από την ίδια ρίζα με το Σελλοί (από τους οποίους προήλθε και η
ονομασία Ελλοί, ΄Ελληνες), που ταυτίζεται με τον ποταμό του Μπεντενιού και ήταν πάντα το μήλο της
΄Εριδος ανάμεσα στα όμορα κρατίδια της Αργολίδας (Επιδαύρου και Ερμιόνης) , αν
κρίνουμε από τις οχυρώσεις που ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή δέσποζαν σε
νευραλγικά σημεία της χαράδρας και της οροσειράς του Αυγού (στις σημερινές
θέσεις Γυφτόκαστρο, Κάστρο Σταυροποδίου, Κόλπος Βουρλιά και Κάστρο Βουρλιά).
Ο ποταμός Σελλάς αν και αποτελούσε καθαρό – και
αναμφισβήτητο – όριο μεταξύ Ερμιονίδας και Επιδαυρίας στις δυσπρόσιτες περιοχές
της ορεινής κοίτης του, η κατάσταση περιπλεκόταν όταν έφθανε στην πεδιάδα των
εκβολών του όπου η απόκλιση που παρουσίαζε, άφηνε μεγάλες εκτάσεις
καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτόπων μέχρι της πλαγιές της βουνοκορφής του Αυγού
(Κολούραι Άκραι, δηλαδή κολοβές, χωρίς οξείες απολήξεις) , που ήσαν το
ουσιαστικό σύνορο των δύο επικρατειών. Εκείνες ακριβώς οι εκτάσεις , μεταξύ του
ποταμού και της οροσειράς μέχρι το ακρωτήριο ΄Ιρι (τον Στροθούντα, ήταν το
αντικείμενο της έριδας μεταξύ Ερμιονέων και Επιδαυρίων. Όταν οι Ερμιονείς
αισθάνθηκαν αρκετά ισχυροί κατά τις πρώτες δεκαετίες της ρωμαϊκής κατακτήσεως
(δεύτερη ή Τρίτη δεκατία του 2ου π.χ. αιώνα) να προσφύγουν με
αναγνωριστική αγωγή στους Ρωμαίους επικυρίαρχους, οι οποίοι, κατά πάγιο σύστημα
της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, παρέπεμψαν το αίτημα σε διαιτησία που η απόφασή της
από δύο σώματα διαιτητών (από τη Ρόδο και τη Μίλητο) ήταν σολομώντεια: «Είναι
ταύτην (την περιοχή) κοινήν Ερμιονέων και Επιδαυρίων»…. Ως διεκδικουμενη
περιοχή καθορίζεται ή «κατά Σελλάντα
και Αγρίους Λιμένες άρχει Στρουθούντος» και επισημαίνεται «ούσαν της Διδυμίας
κατά τους όρους, οι είσιν βολεοί λίθοι, κείμενοι από της καλούμενης Φιλανορείας
και κατ΄άκρας τας Κολούρας έως του Στρουθούντος κατά ευθυορίαν, έως ές θάλασσαν
τα προς νότον ως ύδατα καταρεί»). Πρόκειται δηλαδή για την περιοχή που,
παραλιακά μεν εκτείνεται από τις εκβολές του ποταμού Σελλάντος και τους ‘Αγριους Λιμένας μέχρι το Ακρωτήριο Στρουθούς (που
έβριθε από πουλιά – πέρδικες, ορτύκια και τρυγόνια - αφού η ονομασία στρουθούς
σημαίνει τον τόπο με τα πουλιά»). » Η απόφαση αυτή ταυτίζει τον Σελλάντα προς τον ποταμό του Μπεντενιού
που διαρρέει την κοιλάδα της Τραχειάς και εκβάλλει κοντά στα ΄Ιρια. Η ονομασία
του Σελλά μας οδηγεί να συμπεράνουμε
, αν θυμηθούμε τη σημερινή λέξη διάσελο που σημαίνει τη διάβαση μεταξύ δύο
βουνοκορφών, σημαίνει ότι οι Σελλοί
είναι βουνήσιοι άνθρωποι και Σελλήεις
ή Σελλάς ο ποταμός που κατεβαίνει
μέσα από τα βουνά, ο βουνήσιος. Και ο χαρακτηρισμός αυτός αρμόζει απόλυτα στον
χείμαρρο του Μπεντενιού που, μέσα
από τις απόκρημνες χαράδρες του Αυγού, κατεβαίνει και εκβάλλει στην παραλία των
Ιρίων, τους Αγριους Λιμένες κατά
την αρχαιότητα, με την έννοια των ασφαλών όρμων για την ανέλκυση των πλοίων σε
αμμουδιά κοντά στου αγρούς . Ο ποταμός αυτός αποτελούσε το φυσικό όριο μεταξύ της
Ερμιόνης και της Επιδαύρου ενώ Άγριοι
Λιμένες (άγριος = εκείνος που ανήκει στους αγρούς) ήσαν οι αμμώδεις
μικροί όρμοι στην ακτή των Ιρίων (η άγνωστη στην αρχαιότητα ονομασία Ίρια, αν
δεν προέρχεται από την παραφθορά του αρχαίου όρου «ριον», δηλαδή ακρωτήριο, θα
μπορούσε να εκληφθεί και ως παραφθορά της λέξεως ‘Αγριοι), μεταξύ των εκβολών
του ποταμού και του Κάβο Ίρι. Μία επίσκεψη στο ορεινό και δυσκολοπερπάτητο αυτό
ακρωτήριο θα δείξει στον ερευνητή ότι, σε παλαιότερα χρόνια, ήταν πολυσύχναστο
από τους βοσκούς της περιοχής, που απ΄ εδώ περνούσαν τα κοπάδια τους στο
απέναντι ερημόνησο Υψηλή, είτε για διαχείμαση, είστε σε περιόδους ανασφάλειας
στην ενδοχώρα. Σε όλη την έκταση προς την απόληξη του Κάβο Ίρι (του αρχαίου
Στρουθούντος δηλαδή) είναι εμφανή τα κατάλοιπα μεγάλων περιβόλων και
ποιμνιοστασίων, που από τα λίγα κομμάτια κεραμικής γύρω απ΄αυτά μπορούν να
χρονολογηθούν από τα μυκηναϊκά χρόνια μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Η
διεκδικούμενη αυτή περιοχή ήταν πλούσια σε κοπάδια και βοσκές που απέδιδαν
σημαντικούς φόρους. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο διάσελο της κορυφογραμμής
του Στρουθούντος (Κάβο Ίρι), απ΄όπου περνάει μονοπάτι που από την πεδιάδα των
Ιρίων φέρνει στον κόλπο του Βουρλά, σώζεται ακόμη η θεμελίωση ενός πρόχειρα
κτισμένου τείχους, περισσότερο οριοθετικού παρά αμυντικού, που ακολουθώντας την
κορυφογραμμή σε μήκος 200 περίπου μέτρων (από το σημείο ακριβώς που περνάει το
μονοπάτι και με ανατολική κατεύθυνση) καταλήγει στα ερείπια μικρού πύργου. Ο
πύργος αυτός, που περιβάλλεται από περιτείχισμα, είναι φανερό ότι ασκούσε τον
έλεγχο στη στρατηγική αυτή διάβαση που δεν είναι άλλη από τον αναφερόμενο στο
οδοιπορικό του Παυσανία δρόμο «δια των ορέων» που από τον αρχαίο Μάσητα
(Κοιλάδα) οδηγούσε στο ακρωτήριο του Στροθούντος και απ εκεί προς τα κάτω, στη
διεκδικούμενη πεδιάδα των Αγρίων Λιμένων (Ίρια). Από την κατασκευή της
τοιχοδομής του κατερειπωμένου πύργου και τη λιγοστή κεραμική γύρω του, μπορεί
να χρονολογηθεί στον 3ο π.χ. αιώνα, όταν οι Επιδαύρειοι
καταπάτησαν την πεδιάδα και οι Ερμιονείς έκτισαν το φυλάκιο αυτό για να
ελέγχουν τη νευραλγική διάβαση. Παρόμοιος είναι ένας ακόμη τέτοιος πύργος,
περίπου στο μέσο της κορυφογραμμής του ακρωτηρίου και πάνω από την ακτή των
σημερινών Ιρίων που θα κατώπτευε τους Άγριους Λιμένες. Και από αυτόν δεν
σώζονται παρά λιγοστά ερείπια, από την κεραμική, όμως συνάγεται ότι χρονολογικά
ανήκει στην ίδια περίοδο. Αντίθετα, το επιμελημένης κατασκευής εγκάρσιο τείχος
προς τη μία απόληξη του ακρωτηρίου, είναι παλαιότερο (τέλος του 5ου π.χ.
αιώνα) και συνδέεται με την οχύρωση του απέναντι νησιού Υψηλή στα χρόνια του
Πελοποννησιακού Πολέμου. Από το οδοιπορικό του Παυσανία γνωρίζουνε ότι «από Μάσητος οδός εν δεξιά εστείν επί άκραν
καλουμένην Στρουθούντα, στάδια δε από της άκρας ταύτης, κατά των ορών τα κορυφάς
πεντήκοντα εισί και διακόσιοι εις Φιλανόριον τε καλουμένου και επί Βολεούς΄ οι
δε Βολεοί ούτοι λίθων εισί σωροί λογάδων» . Από την περιγραφή αυτή
επιβεβαιώνεται η θέση της αναζητουμένης περιοχής, αφού πράγματι, από τη βόρεια
παρυφή της παραλίας Σαλάντι του χωριού Φούρνοι (ο αρχαίος Μάσης), ξεκινάει ένα
άλλο πολυπερπατημένο μονοπάτι, που μέσα από τις βουνοπλαγιέςτων τοποθεσιών
Βοσκαριά και Βουλιάς (στη βορεινή ακτή του κόλπου της Κοιλάδας) φέρνει μέχρι το
Κάβο Ίρι (στον Στρουθούντα) και από κει «κατά
τω ν ορών τα κορυφάς» στη δυτική απόληξη της πεδιάδας της Τραχειάς, όπου
οι σωζόμενες αρχαιότητες μαρτυρούν τη θέση του αρχαίου Φιλανορίου (και
Φιλανορεία η περιοχή , στο κείμενο της διαιτησίας). Φιλανορεία είναι η περιοχή
(όπως αναφέρεται από τον Παυσανία) που υπονοεί την εκεί ύπαρξη ηρώου,
αφιερωμένου στην πολεμική ανδρεία κάποιων μαχητών. Πράγματι, στις αρχές της
δεκαετίας του 1950, απέναντι ακριβώς από το Βοθίκι, όπου σώζονται ίχνη αρχαίας
οικήσεως, ήρθε στο φως επιγραφή που χρονολογείται στα τέλη του 5ου πχ.
Αιώνα ΗΡΩΟΣ ΚΛΑΚΟΦΟΡΟΥ, αναθηματική επιγραφή, σκαλισμένη στο βάθρο αγάλματος,
(που φθείρεται και απειλείται από τη μηχανική καλλιέργεια του χώρου) αφιερωμένη
σε τοπικό ήρωα που κρατούσε κάποιο κλειδί, αφιερωμένη στον κλειδοκράτορα της
περιοχής του περάσματος στο σημερινό Βοθίκι που βρίσκεται στην έξοδο της
χαράδρας του Μπεντενιού (στα
τούρκικα σημαίνει φρούριο) η οποία από την πεδινή κοιλάδα των Ιρίων φέρνει στην
ορεινή κοιλάδα της Τραχειάς που από το βορειοανατολικό της άκρο, στο Κολιάκι,
κατεβαίνει προς την πεδιάδα και το λιμάνι της Παλαιάς Επιδαύρου. Με άλλα λόγια,
το σημείο αυτό κατέχει νευραλγική θέση στην αρχαία οδική συγκοινωνία της περιοχής
, αφού από τη χαράδρα (του ποταμού Σελλάντος)
περνούσε μία από τις κύριες οδούς, που από την παραλία του Αργολικού Κόλπου,
έφθανε μέχρι την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και την Ερμιόνη. Επόμενο λοιπόν είναι
ν΄ αποτελούσε σημαντικό χώρο της Επιδαυριακής επικράτειας, που έχοντας
ν΄αντιμετωπίσει τις επιθετικές βλέψεις του ΄Αργους, προασπιζόταν με φρουριακές
εγκαταστάσεις σε όλες τις ορεινές προσβάσεις βόρεια από τον ποταμό Σελλάντα (το σημερινό χείμαρρο του Μπεντενιού).
Ακριβώς στην
είσοδο της κλεισούρας του Μπεντενιού,
στη δυτική απόληξη της κοιλάδας της Τραχειάς και κάτω από τον απόκρημνο ορεινό
όγκο όπου δεσπόζει το μυκηναϊκό κάστρο του Σταυροποδιού (περίβολος μάλλον της
εποχής των Δρυόπων βοσκών της Ασίνης, το «Μπεντένι»
των χρόνων της τουρκοκρατίας) υψώνεται χαμηλός λόφος , απέναντι από το Βοθίκι
και δίπλα στο δημόσιο δρόμο Ιρίων – Τραχειάς, γνωστός τους ντόπιους με το όνομα
«τ’ Αντρειωμένου το μνήμα». Την κορυφή του υψώματος αυτό καταλαμβάνουν τα
θεμέλια αρχαίου κτιρίου, που σύμφωνα με την παλαιά τοπική παράδοση είναι ο
τάφος του Ανδρειωμένου, που σκοτώθηκε υπερασπίζοντας το πέρασμα από εχθρούς που
ανέβαιναν από τη χαράδρα. Η αρχαιολογική έρευνα το 1986, έδειξε ότι πρόκειται
για σημαντικό πύργο, μεθοριακό φρούριο και όχι απλό πύργο κατοπτεύσεως και
χρονολογείται το δεύτερο ήμισυ του 4ου π.χ. αιώνα, δηλαδή στα
χρόνια των Μακεδόνων.
Το 419 π.χ.
μετά την καταγγελία της ειρήνης του Νικία και της επαναλήψεως των εχθροπραξιών
μεταξύ Σπάρτης και της Αθήνας ήταν και η τοπική σύγκρουση του Αργους με την
Επίδαυρο, χάριν του …. σφαγίου για την θυσία στο ιερό του Απόλλωνος του
Πυθαέως, στην περιοχή της παλαιάς Ασίνης που είχε περιέλθει στην κυριαρχία των
Επιδαυρίων και αποτελούσε την έξοδό τους στην παραλία του αργολικού κόλπου
(μεταξύ του σημερινού Δρεπάνου και Ιρίων). Επειδή δηλαδή οι Επιδαύριοι αμέλησαν
ή δεν θέλησαν να μεριμνήσουν για την εκ μέρους των παραποτάμιων οικιστών της
περιοχής αποστολή της οφειλόμενης στον Απόλλωνα θυσίας, οι πάντοτε επιθετικού
Αργείοι εισέβαλλαν στη χώρα των πρώτων, με καθαρά αρπακτικές προθέσεις.
Φαίνεται δεν συνάντησαν μεγάλη αντίσταση στην ύπαιθρο, και σκέφθηκαν ότι ήταν
ευκαιρία να εκπορθήσουν και την πόλη της Επιδαύρου (τη σημερινή Παλαιά Επίδαυρο,
στην ακτή του Σαρωνικού Κόλπου). Απεφάσισαν αιφνιδιαστική επίθεση, επέλεξαν την
απόβαση στην περιοχή των Αγρίων Λιμένων (Ίρια) και απ΄εκεί, μέσα από την ορεινή
διάβαση του Σελλάντος (Μπεντένι), επιχείρησαν να βγουν στην
κοιλάδα της σημερινής Τραχειά, ώστε ακολουθώντας τον ορεινό δρόμο από το
Κολιάκι, να πλευροκοπήσουν τους Επιδαύριους, η κύρια στρατιωτική δύναμη των
οποίων θα βρισκόταν συγκεντρωμένη στα σύνορά τους με την αργειακή επικράτεια,
κοντά στο σημερινό Λυγουριό. Αλλά τα στρατηγικά σχέδια των εισβολέων απέτυχαν
και η Επίδαυρος σώθηκε από τον αιφνιδιασμό. Το που οι Αρχείοι προσέκρουσαν σε
ισχυρή άμυνα και αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν άπρακτοι, είναι ίσως θέμα
αρχαιολογικής έρευνας στα ερείπια του ηρώου στο Βοθίκι, αφού η άμυνα στο
Φιλανόριο έχει πολλές πιθανότητες να συνδέεται με την εισβολή των Αργείων, την
άνοιξη του 418 π.χ. όταν και ένα άλλο επιδαυριακό οχυρό, μέσα στη χαράδρα του Μπεντενιού (το σημερινό Γυφτόκαστρο)
δέχθηκε επίθεση και έπεσε στα χέρια των εισβολέων.
Την
πιθανολόγηση αυτή έρχεται να ενισχύσει η ύπαρξη στη βραχονησίδα Υψηλή, που
δεσπόζει του θαλασσίου χώρου εμπρός από την επιδαυριακή παραλιακή ζώνη επί του
αργολικού, μιας ισχυρής οχυρωματικής εγκαταστάσεως, με περιτειχισμένη την
κορυφή του νησιού και υπολείμματα στρατοπέδου στη βόρεια κατωφέρεια, μεταξύ της
μικρής κοιλάδας και του λιμανιού. Η πλευρά αυτή της Υψηλής «αντικρύζει» το
ακρωτήριο Κάβο ΄Ιρι (Στρουθούς) και την παραλία των Ιρίων (Αγριοι Λιμένες),
επομένως είναι λογικό να υποθέσει κανείς, ότι μία επιθετική ενέργεια των
Αργείων προς τα εκεί είχε την ανάγκη προγενέστερου αποκλεισμού από την θάλασσα,
έργο που θα είχε αναλάβει το στρατόπεδό τους πάνω στη δυσπροσπέλαστη και φυσικά
οχυρή βραχονησίδα. Στη βορειοδυτική απόληξη του τείχους, προς την κατεύθυνση
της αργειακής επικράτειας (το σημερινό Τολό), ένας μικρός πύργος (φρυκτώριο)
χρησίμευε για το άναμα φωτιάς , που έδινε σήματα για τις κινήσεις των
Επιδαυρίων επί της απέναντι ακτής και την ενδεχόμενη αποστολή ενισχύσεων από
τους συμμάχους Λακεδαιμόνιους. Ας σημειωθεί, ότι υπολείμματα αρχαιοελληνικών
οχυρώσεων (εγκάρσιο τείχος και μικρός πύργος για φρυκτώριο ) υπάχουν και στην
απόληξη του ακρωτηρίου Κάβο ΄Ιρι, στο πέρασμα προς το νησί Υψηλή.[...]
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015
Επανεμφάνιση του λύκου στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας μετά από 50 χρόνια
Η Περιβαλλοντική Οργάνωση ΚΑΛΛΙΣΤΩ, που δραστηριοποιείται για πάνω από 10 χρόνια στη μελέτη και διατήρηση των μεγάλων σαρκοφάγων στην Ελλάδα, ενημερώνει επίσημα την κοινή γνώμη για την πρόσφατη επανεμφάνιση του λύκου στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας μετά από 50 χρόνια απουσίας του είδους. Η επιβεβαίωση της παρουσίας πραγματοποιήθηκε από την ΚΑΛΛΙΣΤΩ με εργασίες πεδίου και χρήση ειδικών αυτόματων φωτογραφικών διατάξεων υπέρυθρου, οι οποίες παρέμειναν ενεργές για 6 μήνες και κατόπιν σχετικού αιτήματος για τεχνική βοήθεια από το Δασαρχείο Πάρνηθας τον Σεπτέμβριο του 2014. Οι κάμερες τοποθετήθηκαν από τον δρ. βιολόγο της ΚΑΛΛΙΣΤΩΣ Γιώργο Ηλιόπουλο και τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν αφορούν την παρουσία μιας αγέλης λύκων 7-8 ατόμων. Τα αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στο Δασαρχείο Πάρνηθας και τον Φ.Δ. Πάρνηθας προς ενημέρωσή τους τον Σεπτέμβρη του 2015, αλλά και τον Οκτώβρη του 2015 μετά από επικαιροποίηση.
Η επανάκαμψη του λύκου στην περιοχή της Πάρνηθας και την ευρύτερη περιοχή ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνο με την διαδικασία της φυσικής επαναποίκισης από άτομα του είδους σε διασπορά, η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, με την σταδιακή επανεμφάνιση λύκων σε περιοχές της πρότερης κατανομής του είδους στην Στερεά Ελλάδα.
Η φυσική δάσωση σε μεγάλες εκτάσεις της ημιορεινής και ορεινής ζώνης, που ακολούθησαν την σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου και την ορθολογικότερη διαχείριση των δασών, η βελτίωση του νομικού καθεστώτος προστασίας του λύκου και της αρκούδας, και η επανάκαμψη των οπληφόρων, όπως ο αγριόχοιρος και το ζαρκάδι στην Ηπειρωτική Ελλάδα και το ελάφι στον Ε.Δ Πάρνηθας, αποτέλεσαν τις βασικότερες αιτίες για την σταδιακή επανάκαμψη του είδους σε περιοχές όπου είχε παλιότερα εξαφανισθεί.
Παρόμοια τάση επανάκαμψης των μεγάλων σαρκοφάγων θηλαστικών (αρκούδα, λύκος, λύγκας, αδηφάγος) καταγράφεται πλέον σε ολόκληρη της Ευρώπη, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2014 στο επιστημονικό περιοδικό Science και στην οποία συμμετείχε και η ΚΑΛΛΙΣΤΩ, παρέχοντας δεδομένα παρουσίας για τον λύκο και την αρκούδα στην Ελλάδα. Σημαντικότερες αιτίες της παρατηρούμενης επανάκαμψης αποτελούν η βελτίωση και αποκατάσταση των βιοτόπων τους και η θεσμοθέτηση ενός ικανού Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου προστασίας και διαχείρισής τους. Για την διαχείριση αυτής της επανάκαμψης η ΕΕ σύστησε τον Ιούνιο 2014 την «Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Συνύπαρξη Ανθρώπων και Μεγάλων Σαρκοφάγων». Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ έχει επιλεγεί από την ΕΕ μαζί με την Γερμανική εταιρεία συμβούλων adelphi για την τεχνική υποστήριξη του έργου της Πλατφόρμας.
Η παρουσία του λύκου στον Ε.Δ. Πάρνηθας, όπως εξάλλου ισχύει και στο σύνολο της κατανομής του είδους στην Ευρώπη, δεν αποτελεί απειλή για τους περιπατητές της Πάρνηθας, καθώς οι λύκοι φοβούνται τον άνθρωπο. Παρόλα αυτά, η παρουσία του είδους στην περιοχή, μπορεί να συνοδευτεί από ζημιές στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να υπάρξει σχετική μέριμνα για την ενίσχυση των μεθόδων φύλαξης και προστασίας των κοπαδιών. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της απαιτούμενης ενίσχυσης είναι η τοποθέτηση ηλεκτροφόρου περίφραξης γύρω από τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και η χρήση καλών σκύλων φύλαξης κοπαδιών. Μάλιστα η ΚΑΛΛΙΣΤΩ έχει εδώ και χρόνια αναπτύξει ένα πανελλαδικό δίκτυο ανταλλαγών ή δωρεών τέτοιων σκύλων μεταξύ κτηνοτρόφων.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο λύκος, ως ανώτερος θηρευτής, αναμένεται να επιδράσει θετικά στο οικοσύστημα της Πάρνηθας και στον αυτόχθονα πληθυσμό του ελαφιού. Φυσικά, η αλληλεπίδραση των δύο ειδών πρέπει να παρακολουθείται συστηματικά.
Για περισσότερες πληροφορίες:
ΚΑΛΛΙΣΤΩ: Γιώργος Θεοδωρίδης: Υπεύθυνος Τύπου και Επικοινωνίας, email:communication@callisto.gr, τηλ:2310252530 (εσωτ.2)
Πηγή: http://www.callisto.gr/
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)